Ο Μικρός Χίτλερ

του Άρνολντ Μπέρνφελντ

Δραματουργικό σημείωμα για τον «Μικρό Χίτλερ» από το πρόγραμμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου

 

Το 1993 γράφονται δύο θεατρικά έργα που πραγματεύονται την νεανική ηλικία του Αδόλφου Χίτλερ. Και τα δύο δίνουν έμφαση στα τραύματα και στους ψυχαναγκασμούς που αργότερα διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του. Πρόκειται για τα έργα ο «Μικρός Χίτλερ» του Arnold Bernfeld και το «Όνειρο και τραύμα του νεαρού Χ.» του Robert Schneider.

Στο έργο του Ρόμπερτ Σνάιντερ παρατίθενται ένδεκα μονόλογοι που σκιαγραφούν την πορεία του Χίτλερ από 12 εώς 30 ετών. Ο λόγος μέσα στο έργο προεξοφλεί αφενός  τη γνώριμη από τα ηχητικά ντοκουμέντα εικόνα του γερμανού δικτάτορα, αφετέρου όμως προσπαθεί να διαγράψει την μετάβαση του Χίτλερ από ανασφαλή και στερημένο παιδί σε χαρισματικό ρήτορα ακραίων πεποιθήσεων. Κάθε μονόλογος αποτελεί και ένα «σταθμό» στην ζωή του Χίτλερ με θεματικά κέντρα βάρους τη δύσκολη και ταραχώδη σχέση του υιού Χίτλερ με τον πατέρα του, τη λύτρωση από τον θάνατό αυτού καθώς και το τραύμα της απώλειας της μητέρας.

 

Στον «μικρό Χίτλερ», ενα έργο τριαντατεσσάρων σκηνών, παρακολουθούμε την πλασματική συνάντηση του 23χρονου Χίτλερ με τον 56χρονο Φρόυντ στο ιατρείο του τελευταίου στην Berggasse 19 της Βιέννης. Το γεγονός αυτό, θα έλεγε κανείς, ρίχνει το κέντρο βάρους σε μία προσέγγιση ψυχαναλυτική. Και εν μέρει αυτό φαίνεται ναναι σωστό.  Όντως όλη η δομή του έργου απαρτίζεται από τις συνεδρίες του Χίτλερ στο ιατρείο του Φρόυντ. Σε μιά διάρκεια 5 μηνών (21. Δεκεμβρίου μέχρι 23. Μαίου του 1912/’13), ξεδιπλώνονται όχι μόνο πτυχές της ζωής του Χίτλερ (παιδική ηλικία, σχολικά χρόνια, δυσκολίες και αποτυχίες της πρώτης ενήλικης φάσης του Χίτλερ στη Βιέννη), αλλά επιχειρείται μία αναδόμηση του ανθρώπου πίσω από τον μύθο που δημιουργήθηκε μέσα από την προπαγάνδα του ναζιστικού καθεστώτος και την μετέπειτα αναπαραγωγή των ιστορικών γεγονότων. Ένας μύθος που πρωτίστως, όμως, κατασκευάστηκε από τον Χίτλερ τον ίδιο, ιδίως μέσο της αυτοβιογραφίας του «ο Αγών μου».

 

Γιατί, λοιπόν, είναι σημαντική μία τέτοια αναδόμηση; Και ποιοί οι κίνδυνοι του «εξανθρωπισμού του τέρατος»;

 

Όταν 11 χρόνια μετά τον «Μικρό Χίτλερ» βγαίνει στις αίθουσες των κινηματογράφων «Η Πτώση» των Hirschbiegel/Eichinger, ένα μεγάλο μέρος της κριτικής είχε ως εξής: Πώς είναι δυνατόν να παρουσιάζεται το τέρας (εννοώντας τον Χίτλερ) με ανθρώπινο πρόσωπο και αδυναμίες;! Ένα σημαντικό κομμάτι της λεγόμενης Gedächtnisgemeinde των Γερμανών (μία κοινωνία που επιμένει να θυμάται) ένοιωσε προσβεβλημένο. Και αυτό γιατί το ζητούμενο για την μεταπολεμική Γερμανία πέρα από την αποκατάσταση της οικονομίας της, υπήρξε η αποστασιοποίηση από ένα παρελθόν τόσο φρικιαστικό και βάναυσο, που δεν έπρεπε να έχει πιά την παραμικρή θέση στην κοινωνία της. Οικοδομήθηκε επίπονα μία καινούργια ταυτότητα, όπου το ναζιστικό παρελθόν έπρεπε πάση θυσία να μετουσιωθεί σε αντίποδα του παρόντος. Παράλληλα η συλλογική ευθύνη του λαού έπρεπε να υπενθυμίζεται για να μην εθελοτυφλεί μπροστά στις αιτίες που οδήγησαν την ιστορία σε έναν πόλεμο καταστροφικό για ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας. Ευθύνη που οι νεότεροι έχουν με τον έναν ή άλλο τρόπο προσπαθήσει να αποποιηθούν.

 

Στην προσπάθεια επανασύνταξης όχι μόνο της κατεστραμμένης οικονομίας αλλά και των κοινωνικών δομών (Entnazifizierung), είχε μεγάλη σημασία να ποινικοποιηθούν και κατά κάποιον τρόπο να εξοβελιστούν έτσι από το κοινωνικό πλαίσιο σύμβολα και πρόσωπα του Ναζισμού. Η σβάστικα όπως και ο ναζιστικός χαιρετισμός έχουν ποινικοποιηθεί στη Γερμανία. Το πρόσωπο του Χίτλερ, όπως και των στενών συνεργατών του, φιγουράρουν πρωτίστως σε σχετικά ντοκιμαντέρ. Η θετική αναφορά στον Χίτλερ θεωρείται ταμπού. Στην τέχνη όμως ισχύουν άλλοι κανόνες από την δημοσιογραφία, τα ντοκιμαντέρ και τον πολιτικό λόγο.

 

Πώς τώρα η τέχνη –το πιο ευαίσθητο και ευάλωτο στις κοινωνικές εξελίξεις αντανακλαστικό μιας κοινωνίας- επανεισάγει τον εξόριστο από τον κύκλο των ανθρώπων Χίτλερ και μάλιστα δίνοντας του κεντρική θέση και βήμα;

Μάλιστα σ’έναν Χίτλερ που κλαίει, γελάει, λέει αστεία, ζητά κατανόηση και φαίνεται να παλεύει με δαίμονες του παρελθόντος του. Όπως όλοι μας δηλαδή.

 

Το τερατώδες και τρομακτικό άραγε χάνει τον απωθητικό του χαρακτήρα, εάν αναζητηθούν οι αιτίες και η γένεσή του;

Αυτή η αντίληψη που βασίζεται στην απώθηση υποσυνείδητων συναισθημάτων και σκέψεων, επαφίεται στη λανθασμένη προκατάληψη, πως ο άνθρωπος είναι εγγενώς καλός, άρα το «απόλυτο» κακό δεν μπορεί να είναι εξίσου και ανθρώπινο. Η α-νοησία αυτής της προκατάληψης εύκολα ξεσκεπάζεται από την καθημερινή εμπειρία του καθενός μας.

 

Στον «Μικρό Χίτλερ» κυρίως εντυπωσιάζει το πόσο απενοχοποιημένα και ακομπλεξάριστα επικοινωνούν ο νεαρός Αδόλφος με τον Προφέσορα Φρόυντ. Γρήγορα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης/θεατής βέβαια ότι ο «μικρός» τα έχει ελαφρώς χαμένα. Ο λόγος δεν είναι πάντα συγκροτημένος και η σύνταξη αλλάζει ανάλογα με το ύφος αλλά και την ψυχική διάθεση του ασθενούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι λογικός στη σκέψη του ή ότι δεν ξέρει τι λέει. Το αντίθετο. Σε αρκετά σημεία η γλωσσική ευελιξία του Χίτλερ ξαφνιάζει όχι μόνο τον αναγνώστη αλλά και τον πλασματικό Φρόυντ. Η ευκολία με την οποία μεταχειρίζεται τα διάφορα γλωσσικά επίπεδα συντελούν ένα μωσαϊκό με το οποίο επιχειρείται μιά προσέγγιση στον άνθρωπο Χίτλερ. Άλλωστε ένα μεγάλο μέρος της γοητείας αλλά ταυτόχρονα και του κινδύνου που αποπνέει ο «Μικρός Χίτλερ» προέρχεται από τη χρήση της γλώσσας. Πότε καθημερινή και «χύμα», πότε με ελαφριά βαυαρέζικη διάλεκτο. Άλλοτε πάλι στα πρόθυρα μιάς ποιητικής έκφρασης που ακροβατεί μεταξύ λυρισμού και γελοίου. Τα γραμματικά και συντακτικά λάθη που ενίοτε κάνει αποτελούν έκφραση εσωτερικών αμφισημιών, όπως και η κατακερματισμένη σύνταξη. Καθ’όλη τι διάρκεια του έργου ο Χίτλερ δίνει δείγματα γλωσσικού ιδιώματος το οποίο έρχεται σε σαφή αντίθεση με τον σταθερό και συνήθως ακαδημαϊκό λόγο του Φρόυντ. Και όταν πάλι ο Φρόυντ αλλάζει τρόπο έκφρασης μιμούμενος τον Χίτλερ, είναι για να αποσπάσει κάποια δήλωση, κάποια ένδειξη ή συναισθηματική εξωτερίκευση από τον νεαρό ασθενή του.

Ο Χίτλερ από την άλλη υποκινείται από δικές του παρορμήσεις (νευρώσεις, ονειρικούς συνειρμούς, παιδικές αναμνήσεις που αναδύονται, αίσθημα κατωτερότητας, σύμπλεγματικές συγκρούσεις δυνάμεων του υποσυνείδητου κλπ.). Ωστόσο ήδη παίζει αποφασιστικό και καθοριστικό ρόλο για τον νεαρό Χίτλερ ποιά θα είναι η επίδραση που θα έχει ο λόγος του στον συνομιλητή/ακροατή του.

 

Το όλο έργο κινείται ανάμεσα στο δίπολο έλξη-απώθηση. Έλξη μέσω της ανέμελης γοητείας ενός χαρισματικού νέου που με τις απανωτές αποτυχίες του φλερτάρει την κατανόηση και τη συμπόνια του θεατή. Απώθηση μέσω της ιστορικής γνώσης που έχει ο θεατής –ο κάθε θεατής- για το υπαρκτό πρόσωπο Χίτλερ. Την ιστορική εκείνη προσωπικότητα που δύσκολα αποκόπτεται από το φανταστικό πρόσωπο που βλέπουμε πάνω στη σκηνή.  Εδώ ήδη βρισκόμαστε στο κεντρικό δίλημμα: Τι σημαίνει για μένα ότι έλκομαι από έναν άνθρωπο ο οποίος θεωρείται η προσωποποίηση του κακού; Δικαιολογεί η τέχνη αυτήν την έλξη; Είναι αρκετό ότι η δράση του έργου τοποθετείται χρονικά πρίν από τα αποτρόπαια ιστορικά γεγονότα;

Η κατανόηση μιάς «γενετικής» του συμπλέγματος, δηλαδή η συνειδητοποίηση της αρχής και της δημιουργίας ενός προβλήματος, σημαίνει ταυτόχρονα και την δικαιολόγηση και σχετικοποίηση των πράξεων που απορρέουν από αυτό;

Μία από τις βασικές λειτουργίες της τέχνης δεν είναι να δημιουργεί ταύτιση; Επιτρέπεται όμως και η ταύτιση με έναν επικείμενο εγκληματία, εφόσον αυτός δεν έχει διαπράξει ακόμα κανένα έγκλημα;

 

Το έργο εστιάζει σε εμμονές, φοβίες και ανασφάλειες του νεαρού Χίτλερ, χωρίς όμως να παραλείπει ιδεολογικές αγκυλώσεις που διακατέχουν τη σκέψη του.

Ο συγγραφέας αναζητά τις κοινές πηγές (ακραίας) ιδεολογίας και (ψυχολογικού) τραύματος: ο ανασφαλής και συμπλεγματικός χαρακτήρας όπως και ο φασίστας έχουν εδώ τις κοινές τους ρίζες.

Ο Χίτλερ είναι ένα παραμελημένο, κακοποιημένο και ταλαιπωρημένο παιδί. Δε γνώρισε το χάδι και την στοργή της μητέρας ή την καθοδήγηση του πατέρα. Έτσι αφέθηκε στα τραύματά του. «Και τι κάνει ο μικρός Siegfried;» ρωτάει ο Φρόυντ.

Τα απωθεί!

Η απώθηση εν τέλει οδηγεί στην επανάληψη του τράυματος – πλέον όμως από την μεριά του θύτη.

Είναι δηλαδή οι κακουχίες και τα συμπλέγματα κατωτερότητας αυτά που οδήγησαν τελικά στην καταστροφή και το Ολοκαύτωμα (Weltenbrand);

 

Ο Χίτλερ –και ο κάθε μικρός και επιτήδιος Χίτλερ- δεν ήρθε ουρανοκατέβατος. Φέρει τον ψυχισμό του και διαμορφώνεται στα ιστορικο-πολιτικά δεδομένα των καιρών του. Και δρα και δέχεται επιρροές. Και θύμα και θύτης. Και υιός και πατέρας (Η επιλογή της λέξης Φύρερ κάθε άλλο παρά τυχαία είναι).

 

Έχει επισημανθεί ότι η πραγματική μετάλλαξη του Χίτλερ –αν μπορούμε να ανασκευάσουμε την βιογραφία του έτσι ούτως ώστε να μας επιτρέψει μία τέτοια αποτίμηση- ήρθε όχι την στιγμή που αυτοπροσδιορίζεται ως αντισημίτης, αλλά τη στιγμή που ανακαλύπτει τις δημαγωγικές του ικανότητες, την δεινότητά του δηλαδή να συμπαρασέρνει τους ακροατές του με τα λόγια του και μόνο. Η χρήση της γλώσσας είναι ύψιστης σημασίας για τον αυτοπροδιορισμό του Χίτλερ αλλά και για την υπόληψή του όχι μόνο στον κοινωνικό περιγυρό του αλλά και το κοινωνικό σύνολο εν γένει.

Έτσι και το έργο φέρει μία πληθώρα παραδειγμάτων για το γλωσσικό υπόστρωμα που αργότερα θα αποτελέσει την βάση της πολιτικής ρητορικής του Χίτλερ. Μιάς ρητορικής που έμπλεκε επικίνδυνα την ορθολογική σκέψη με την συναισθηματική χειραγώγηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χίτλερ (στο έργο) έχει στην διάθεσή του μια τόσο μεγάλη γκάμα γλωσσικών ιδιωμάτων: Σε αυτήν συγκαταλέγονται απηχήσεις της βαυαρέζικης διαλέκτου, όπως την μιλούσε ο Χίτλερ στα παιδικά του χρόνια στην Γερμανία (τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις/κομοπόλεις της νότιας Γερμανίας και βορειοδυτικής Αυστρίας – σε αυτά τα μέρη οι διάλεκτοι δεν διαφέρουν σημαντικά), όπως επίσης και ένα ψευτο-βαγκνερικό ιδίωμα (αφού τρέφει μεγάλο θαυμασμό για τον Βάγκνερ). Στις πολιτικές του τοποθετήσεις καταφεύγει συχνά σε στομφώδεις κορώνες ενώ όταν έχει εξομολογητικές τάσεις ο λόγος του ηχεί σαν το λόγο ενός νέου που ζητά καθοδήγηση.

 

Συγχρόνως βλέπουμε πως η χρήση διαφόρων γλωσσικών  μορφωμάτων δεν είναι τυχαία. Κάθε ένα από αυτά επιδρά εντελώς διαφορετικά και συγκεκριμένα.

Ο απόηχος των βαυαρέζικων παραδείγματως χάρη καλείται να προκαλέσει αισθήματα στοργής, ανεμελιάς και αθωότητας αλλά ταυτόχρονα φανερώνει και τη διανοητική απλότητα του Χίτλερ.

Ο βαγκνερικός λυρισμός, από την άλλη, αποκαλύπτει συναισθηματική ταύτιση με ένα πανγερμανικό φαντασιακό, αλλά και μια επιφανειακή μονάχα γνώση της βαγκνερικής μυθολογίας και κοσμοθεωρίας. Εδώ η γνώση του νεαρού Χίτλερ για τον γερμανικό πολιτισμό φαντάζει περισσότερο σαν φαντασιοπληξία.

 

Το απόσπασμα από το λιμπρέτο της Όπερας του Χίτλερ είναι στομφώδες και κακόγουστο σε βαθμό που φέρνει σε αμηχανία όχι μόνο τον Φρόυντ, ο οποίος βέβαια δεν διστάζει να δείξει μετά από λίγο με τον πλέον δραστικό τρόπο τι γνώμη έχει για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του Χίτλερ, αλλά και τον θεατή, ο οποίος με την σειρά του γίνεται μάρτυρας μιας ιδιότυπης θεραπευτικής μεθόδου εκ μέρους του Φρόυντ. Είναι μία σκηνή με τεράστιο (γλωσσικό) ενδιαφέρον, γιατί προσφέρει συμπυκνωμένα τη σύγκρουση μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Έτσι σε ένα πρώτο επίπεδο βάζει τον έναν να παραληρεί και να παραφέρεται και τον άλλον να ξεφεύγει εντελώς από τον ρόλο του αξιοσέβαστου, συγκρατημένου και αποστασιοποιημένου γιατρού. Σε ένα άλλο επίπεδο πάλι, ο εβραίος διανοητής που διατείνεται να απαλύνει το υπαρξιακό άγχος του μεσοαστού ευρωπαίου βοηθώντας στην αναδίφηση υποσυνείδητων συμπλεγμάτων σβήνει εκ προοιμίου το Ολοκαύτωμα της Δύσης („Abendland, Weltenbrand“) κυριολεκτικά κατουρώντας το με ορμή ( Αυτό το «mit mächtigem Strahl“ της σκηνηκής οδηγίας κατά ειρωνικό τρόπο μιμήται την βαγκνερική μεγαλοστομία του Χίτλερ πρίν από λίγο.).

 

Ο ¨Μικρός Χίτλερ¨ δεν προσπαθεί απλά να αιτιολογήσει την ιστορία του Χίτλερ παραβάλλοντας μια δύσκολη παιδική ηλικία στην ιστορική προσωπικότητα και έτσι δικαιολογώντας τρόπο τινά την μετέπειτα πορεία του. Άλλωστε έχει επισημανθεί ότι πρόκειται για αδικαιολόγητη απλούστευση να καταδεικνύεται η παιδική ηλικία του Χίτλερ ως πηγή και αφετηρία όσων ακολούθησαν στη πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Αν βλέπαμε καθαρά τον αιμοσταγή δικτάτορα να σκιαγραφείται ήδη από την νεαρή του ηλικία, θα το θεωρούσαμε αναμενώμενο και την ιστορία κάτι σαν φυσικό επακόλουθο. Ανασυνθέτοντας όμως την εικόνα του νεαρού Χίτλερ και μάλιστα αφήνοντας για μια στιγμή κατά μέρος την γνώση για την εξέλιξή του μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά μετά το 1923 – αν λοιπόν δούμε μόνο την πλοκή του «Μικρού Χίτλερ» και συνθέσουμε την εικόνα μας από τις πληροφορίες που μας παρέχει το κείμενο, το πιθανότερο είναι να αισθανθούμε κατανόηση και συμπόνια. Αυτό καθαυτό το γεγονός και το ότι ο «Μικρός Χίτλερ» βασίζεται στην γνώση πραγματικών δεδομένων για την ιστορική προσωπικότητα καθιστούν την υφέρπουσα συμπάθεια κατά την ανάγνωση του έργου αν μη τι άλλο τρομακτική.

 

Αριστοτέλης Χαϊτίδης